- ποτίζομαι
- ποτίζωgive to drinkpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτίζομαι — ποτίζομαι, ποτίστηκα, ποτισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άρδω — ἄρδω (Α) Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω 2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο 3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους β) ποτίζω τη γη II. ( ομαι) 1. (για πρόσωπα) πίνω 2. ποτίζομαι 3. υδρεύομαι 4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία… … Dictionary of Greek
επιρρέω — (Α ἐπιρρέω) [ρέω] 1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπιρρέομαι ποτίζομαι, αρδεύομαι αρχ. 1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.) 2.… … Dictionary of Greek
εποχετεύω — (AM ἐποχετεύω) διοχετεύω, στέλνω νερό σε κάποιο σημείο με οχετό, με αυλάκι αρχ. παθ. ἐποχετεύομαι ποτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχετεύω «διοχετεύω»] … Dictionary of Greek
νάω — (Α) 1. ρέω 2. (το παθ.) νάομαι ποτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναF yω ή ναF ω. Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. snauti «αφήνω να κυλήσει», snuta «ρευστός». Απίθανη είναι η συγγένειά του με τα νέω, νήχω. Οι τ. με ᾱ θα πρέπει να σχηματίστηκαν αναλογικά προς τα… … Dictionary of Greek
συμβροχώ — έω, Α [σύμβροχος] 1. συμβρέχω* 2. παθ. συμβροχοῡμαι, έομαι (για έδαφος) ποτίζομαι καλά … Dictionary of Greek
δαδιάζω — ιασα, δαδιασμένος, ποτίζομαι από ρητίνη ώστε να γίνω δαδί: Το πεύκο δάδιασε ολόκληρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)